- νωδός
- -ή, -ό (Α νωδός, -ή, -όν)αυτός που δεν έχει δόντια, φαφούτηςνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νωδάτάξη θηλαστικών στην οποία ανήκουν 31 ζώντα είδη και 8 εξαφανισμένες οικογένειεςαρχ.μτφ. αμβλύς («ἐπιθυμίας ἐπημβλυμμένος καὶ νωδάς», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη-* + ὀδών «δόντι». Η λ. έχει σχηματιστεί κατά τα θεματικά ονόματα σε -ος (πρβλ. στραδός: στράβων και βαθύ-λειμος: λειμών). Το -ω-, τέλος, τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.